- καθεῖρξαν
- καθεῖρξανκατείργωshut in: aor part act neut nom /voc /acc sg (attic )κατείργωshut in: aor ind act 3rd pl (attic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
καθεῖρξαν — κατείργω shut in aor part act neut nom/voc/acc sg (attic) κατείργω shut in aor ind act 3rd pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίκημα — το (ΑΜ οἴκημα) [οικώ] χώρος στεγασμένος ο οποίος χρησιμεύει ως τόπος διαμονής, σπίτι, κατοικία («ἐν αἰχμαλώτοις Τρωϊκοῑς οἰκήμασι ναίουσιν», Αισχύλ.) αρχ. 1. κατοικημένος τόπος («ἱερὸν ἔσχον οἴκημα ποταμοῡ», Πίνδ.) 2. δωμάτιο, θάλαμος 3. δωμάτιο… … Dictionary of Greek